Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Κώστας Γουρνάς: «Ω γλυκύ μου έαρ»



Ενας «μακρύς διάλογος για την πολιτική, τη φιλία, τις σχέσεις γονιού και παιδιού αλλά και για την αμφισημία της αρρώστιας που κουβαλάει ο καθένας μέσα του.
 Ενα βιβλίο για τη ζωή και τον θάνατο».

O Κώστας Γουρνάς έγραψε το «Η βαρύτητα στο ή» (Εκδόσεις των Συναδέλφων), ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, σε τρεις χρόνους και αυτή την εβδομάδα κυκλοφορεί το νέο του βιβλίο, πάλι μυθιστόρημα, με τον τίτλο «Ω γλυκύ μου έαρ» (Εκδόσεις των Συναδέλφων), που ο ίδιος το ονομάζει «road-trip Επιτάφιο».
 
Απο το βιβλίο του
....Τα πόδια του τεντωμένα κι απλωμένα έξω από το παράθυρο δέχονταν τις δροσερές ριπές του ανέμου. Παντού γύρω του η γη πρόσχαρη, στολισμένη με άνθη, ολοζώντανη. Ητανε μέσα Απρίλη, κάπου κοντά στην Γκιώνα, με την άνοιξη στο αποκορύφωμά της. Ο σκυθρωπός οδηγός του αυτοκινήτου τον επέπληξε για την παιδιάστικη συμπεριφορά του.
Ετοιμος να γελάσει δηκτικά με κάποιο σαχλό αστείο, επεδείκνυε εμφατικά την εμβληματική του σοβαρότητα. Μεγάλη ανευθυνότητα να απλώνει κανείς τις ποδάρες του έξω από το αυτοκίνητο, αλλά και ωραία αίσθηση. Η ριμάδα η ανευθυνότητα έχει κι αυτή τη χάρη της. Οσο δεν καταλήγει σε τραγωδία, φυσικά.
Το βλέμμα του οδηγού ήταν διαρκώς καρφωμένο στον δρόμο. Η σκληρή μελαχρινή όψη, που καθρεφτιζόταν στο παρμπρίζ, κατάπινε αχόρταγα τα χιλιόμετρα. Στην άσπρη διαχωριστική γραμμή ξετυλίγονταν τα παράσημα της ζωής του. Και παράλληλα, ο νους του διαρκώς στο παιδί. Μην πάθει τίποτε. Μη συμβεί κάτι. Με την όρασή του σε πανοραμική λειτουργία εκπλήρωνε τα καθήκοντα της πατρότητας. Οσο και να περνούσαν τα χρόνια και το παιδί γινόταν έφηβος ή άντρας, τίποτα δεν θα άλλαζε.
Από τη στιγμή που ακουμπάει, για πρώτη φορά, αδέξια ο γονιός το νεογέννητο στο μπράτσο του, κλείνει ένα συμβόλαιο. Καταρχάς, με τον ίδιο του τον εαυτό. Οτι από εκείνη τη μέρα, ο χρόνος ανάμεσα στον κάθε χτύπο της καρδούλας του μωρού θα είναι αρκετός για να παίρνει μεγάλες αποφάσεις.
Θα δίνει ολόψυχα τη ζωή του για να σώσει εκείνη του παιδιού του. Δεν έχει να κάνει με τη νόηση, την ηθική ή κάποιο θερμό συναίσθημα. Είναι περισσότερο ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης που μεταθέτει το πρώτο συνθετικό στη βιολογική προέκταση του εαυτού του. Στο παιδί του.
Κι εκείνο έμοιαζε τόσο χαρούμενο μέσα στα σπορ του ρούχα, ολόδροσο από τα νιάτα του που ξεχείλιζαν. Κανένας καημός να κυλάει στο μάγουλο, καμιά ματιά θολωμένη από το υγρό επικάλυμμα που παράγουν οι κλαίουσες κόγχες των ματιών. Μόνο χαρά. Αληθινή ευδαιμονία. Με τη φράντζα ανεξέλεγκτη να μαστιγώνει το μέτωπο και την όψη του τη σφύζουσα από υγεία.
Ούτε δευτερόλεπτο ξοδεμένο σε σκοτούρες. Ο γιος του διεκδικούσε το μερίδιο στη ζωή με πυγμή. Δεν ήταν διατεθειμένος να χάσει ούτε σπιθαμή απ’ ό,τι του αναλογούσε. Κι εκείνος τον κοιτούσε όλο παράπονο, μα και μεγάλη περηφάνια. Ο πολύτιμος γιος του. Ενα έργο ζωής.
Κι ύστερα, τα γέλια κόπηκαν μαχαίρι. Κι η ζωή έσβησε. Ετσι απλά. Μέσα σε λιγότερο από μισή ντουζίνα δευτερόλεπτα. Από το αντίθετο ρεύμα ήρθε ο χαλασμός. Και φύγαν τα νιάτα, πέταξαν. Μαζί τους κι εκείνος, με την τελευταία του εικόνα σφραγίδα θανάτου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου